- μεγεθυντικός
- -ή, -ό1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη τού φακού»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικάγραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση τής αρχικής έννοιας τού ουσιαστικού ή αυτόν που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό, όπως π.χ. «παιδί-παίδαροςπλάτη-πλατάρα» / «κεφάλι-κεφαλάς / λεφτά-λεφτάς»3. φρ. μεγεθυντική συσκευήτεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική τέχνη για τη λήψη μεγεθυμένων αντιτύπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγεθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.